-
1 κατακλύζω
A- κλύσσω Pi.O.10(11).10
: [tense] pf.κατακέκλυκα PMagd.28.10
(iii B. C.):—deluge, inundate,τὴν γῆν Hdt. 2.13
(of the Nile), cf. 99 ([voice] Pass.), Pi.O.9.50, Th.3.89, Pl.Ti. 22d, OGI 90.24 (Rosetta, ii B. C.):—[voice] Pass., PPetr.2p.15[= 3 p.xv] (iii B. C.), etc.;ὑπ' ὄμβρων -κλυζόμενος Isoc.11.12
;κόσμος ὕδατι -κλυσθείς 2 Ep.Pet. 3.6
.2 metaph., deluge, overwhelm,τοίους γὰρ κατὰ κῦμα.. ἔκλυσεν Archil.9.3
;τὴν Φρυγῶν πόλιν.. ἤλπισας κατακλύσειν δαπάναισιν E.Tr. 995
;ἅπαντα.. κατακλύσει ποιήμασιν Cratin.186
; κ. ἀφθονίᾳ δίαιταν make life overflow with plenty, X.Oec.2.8; κατακλύσαι δεινῶν πόνων deluge with sufferings, E.Or. 343 (lyr.);εἰ καὶ μέλλει γέλωτι.. ὥσπερ κῦμα.. κατακλύσειν Pl.R. 473c
:—[voice] Pass., ἀλλοδαπῶν κύματι φωτῶν -κλυσθῆναι, of a city, A.Th. 1084 (anap.); ;Χρυσίῳ -κεκλυσμένος Plu.Dem.14
;- κλυσθέντα πλήθει κακῶν Lib.Ep.5.1
.IV clean out a bath, Gal.15.198.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακλύζω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский